βοτρυόεις

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠόεις Medium diacritics: βοτρυόεις Low diacritics: βοτρυόεις Capitals: ΒΟΤΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: botryóeis Transliteration B: botryoeis Transliteration C: votryoeis Beta Code: botruo/eis

English (LSJ)

βοτρυόεσσα, βοτρυόεν, full of grapes, clustering, οἰνάς Ion Eleg.1.4; κισσός AP9.363.12 (Mel.); πλοχμοί A.R.2.677; δένδρεα IG14.1389 ii 10.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
lleno de uvas οἰνάς Io Eleg.1.4
cargado de racimos κισσός AP 9.363.12 (Mel.), ἄμωμον Androm.145, δένδρεα Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.69, cf. Nonn.Par.Eu.Io.15.4
lleno de viñedos Ἡράκλεια Q.S.6.473
fig. del pelo arracimado πλοχμοί A.R.2.677.

German (Pape)

[Seite 455] εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 plein de grappes;
2 en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυόεις -εσσα -εν βότρυς vol druiven, vol bessen.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυόεις: όεσσα, όεν полный гроздьев (κισσός Anth.).

Greek Monolingual

βοτρυόεις, -εσσα, -εν (Α) βότρυς
ο γεμάτος σταφύλια.

Greek Monotonic

βοτρῠόεις: -εσσα, -εν (βότρυς), ο γεμάτος από σταφύλια, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυόεις: εσσα, εν, πλήρης βοτρύων, οἰνὰς Ἴων 1. 4 (Ἀθήν. 447D)· κισσὸς Ἀνθ. II. 9. 363· δένδρεα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 10.

Middle Liddell

βότρυς
clustering, Anth.