γαλέος

From LSJ

ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Source

Greek Monolingual

ο (AM γαλέος)
κοινή ονομασία ψαριών του γένους Mustelus (Καρχαριοειδείς Χονδριχθύες)·
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι πιθ. ο γαλεός να έλαβε την ονομασία του από τη γαλή εξαιτίας της μορφής του, αλλά ο τρόπος σχηματισμού της λέξης παραμένει ασαφής. Δεν αποκλείεται εξάλλου να προήλθε από το γαλεώτης (< γαλέη, γαλή) με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. ασκαλαβώτης: ασκάλαβος). Ο νεοελλ. τ. γαλέος < αρχ. γαλεός, με αναβιβασμό τόνου].