γαντζώνω

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

1. πιάνω κάτι με γάντζο
2. πιάνω κάτι σφιχτά με τα χέρια ή τα νύχια
3. κρατιέμαι σφιχτά από κάποιον ή κάτι («γαντζώθηκα απάνω της»).