γιαούρτι
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
Greek Monolingual
και γιαγούρτι, το και γιαούρτη, η
1. παρασκεύασμα με γάλα (και πυτιά ή ειδική μαγιά) το οποίο πήζει βράζοντας αργά σε χαμηλή θερμοκρασία (ανάλογα με το δοχείο ή τον τόπο προελεύσεως: γιαούρτι σακούλας, λεκάνης, βεδούρας, Σηλυβριανό, Μανωλάδας κ.λπ.)
2. παροιμ. «οπού καεί στον χυλό (ή στο κουρκούτι ή στα λάχανα) φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έχει μια κακή εμπειρία φυλάγεται και από ακίνδυνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yoğurt].