γλυφεῖον
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
English (LSJ)
τό, = γλύφανος, Luc.Somn.13.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): γλύφιον EM 235.18G.
1 cincel μοχλία καὶ γλυφεῖα Luc.Somn.13.
2 cueva, caverna Hsch., EM l.c.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ciseau de sculpteur.
Étymologie: γλύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
τό, Schnitzmesser, Luc. somn. 13.
Russian (Dvoretsky)
γλῠφεῖον: τό Luc. = γλυπτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠφεῖον: τό, = γλύφανος, Λουκ. Ἐνύπν. 13. [Ω.281.
Greek Monolingual
γλυφεῖον, το (Α)
το γλύφανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλύφω ή < γλυφεύς.
Greek Monotonic
γλῠφεῖον: τό = γλύφανος, σε Λουκ.