γλύκιος
Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr
English (LSJ)
α, ον, sugary, sickly, Arist.EE1238a28; v.l. for Λύκιον in S.Ph.1461.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 dulce οἶνος Arist.EE 1238a28, PRyl.629.91 (IV d.C.)
•subst. τὸ γ. vino dulce, Stud.Pal.22.56.19 (II/III d.C.), γ. ῥοιτικόν POxy.1142.16 (III d.C.).
2 subst. τὸ γλύκιον = dulzor ref. al agua, Ph.2.114.
Greek (Liddell-Scott)
γλύκιος: -α, -ον, = γλυκύς, διάφ. γραφ. ἀντὶ Λύκιον ἐν Σοφ. Φ. 1461, ἀλλ’ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 40, ἴδε Λ. Δινδ. προλεγ. Ξεν. Συμπ. σ. XII· πρβλ. γλύκειος.
Greek Monolingual
γλύκιος, -α, -ον (AM) γλυκύς
γλυκός
μσν.
1. απαλός
2. αγαπητός, προσφιλής
3. (το ουδ. ως επίρρ.) γλύκιον
χαρούμενα.
German (Pape)
= γλυκύς, ist Soph. Phil. 1461 in Λύκιος richtig geändert; vgl. jedoch Arist. Eth. Eud. 7.2.40 ὥσπερ ἐπὶ τοῦ πόματος καλοῦσι γλύκιον; – γλυκιότερος steht Ep.adesp. 727 (APP 153), von γλυκίων abgeleitet.