δείδια
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
δείδιμεν and δειδέμεν, v. δείδω.
Spanish (DGE)
v. δείδω.
German (Pape)
[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δέδια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.
Russian (Dvoretsky)
δείδια: эп. = δέδια.
Greek (Liddell-Scott)
δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Greek Monotonic
δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).