δεσμευτικός
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
δεσμευτική, δεσμευτικόν, of or for fetters, Pl.Lg.847d.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
propio para atar, de cordelería κτῆμα δ. adquisición de material de cordelería o atarazana con fines militares, Pl.Lg.847d.
German (Pape)
[Seite 550] zum Binden tauglich, Plat. Legg. VIII, 847 d.
Russian (Dvoretsky)
δεσμευτικός: годный для связывания (κτῆμα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
δεσμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς δέσιν, Πλάτ. Νόμ. 847D.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM δεσμευτικός, -ή, -όν) δεσμεύω
αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου»).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσμευτικός -ή -όν [δεσμεύω] om mee vast te binden.