δημηλασία
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ἡ, banishment decreed by the people, exile, A.Supp. 6(anap.).
Spanish (DGE)
(δημηλᾰσία) -ας, ἡ
exilio, destierro decretado por el pueblo ἐφ' αἵματι δημηλασίαν ψήφῳ πόλεως γνωσθεῖσαι A.Supp.6.
German (Pape)
[Seite 562] ἡ, Verbannung, Aesch. Suppl. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bannissement décrété par le peuple.
Étymologie: δημήλατος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημηλασία -ας, ἡ [δημήλατος] verbanning.
Russian (Dvoretsky)
δημηλᾰσία: ἡ изгнание по постановлению народа Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
δημηλασία: ἡ, ἐξορία ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀποφασισθεῖσα καὶ ἐπιβαλλομένη, ἐξορία, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 7.
Greek Monolingual
δημηλασία, η (Α) δημήλατος
η ποινή της εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση του λαού.