διάσειση

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η (AM διάσεισις, -εως)
1. κραδασμός, τράνταγμα, κλονισμός
2. διακίνηση οργάνων του σώματος με συνέπεια τη μείωση της αποδοτικότητας του («διάσειση του εγκεφάλου», «διάσειση του αμφιβληστροειδή»).