διαιτῶ

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Mantoulidis Etymological

(=ἐπιβάλλω δίαιτα, ζῶ μέ ἕναν ὁρισμένο τρόπο, κρίνω, ὁρίζω). Ἀπό τή λέξη δίαιτα.
Παράγωγα: διαίτημα (=τρόπος ζωῆς), ἐνδιαίτημα (=κατοικία), διαίτησις, διαιτητήριον, διαιτητέον, διαιτήσιμος, διαιτητής (=αὐτός πού κρίνει) διαιτητικός, διαιτησία.