διακαραδοκέω

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακᾰρᾱδοκέω Medium diacritics: διακαραδοκέω Low diacritics: διακαραδοκέω Capitals: ΔΙΑΚΑΡΑΔΟΚΕΩ
Transliteration A: diakaradokéō Transliteration B: diakaradokeō Transliteration C: diakaradokeo Beta Code: diakaradoke/w

English (LSJ)

expect anxiously, νύκτα Diph.35; πόλεμον Plu.Ant. 56.

Spanish (DGE)

(διακᾰρᾱδοκέω)
esperar pacientemente τὴν νύκτ' ἐκείνην Diph.34, τὸν πόλεμον Plu.Ant.56.

German (Pape)

[Seite 581] ganz abwarten; τὴν νύκτα διεκαραδοκήσαμεν Diphil. E. M. 490, 42; Plut. Anton. 56.

French (Bailly abrégé)

διακαραδοκῶ :
attendre patiemment ou anxieusement jusqu'au bout.
Étymologie: διά, καραδοκέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-καραδοκέω (tot het einde toe) in spanning afwachten.

Russian (Dvoretsky)

διακᾰρᾱδοκέω: пережидать (τὸν πόλεμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰραδοκέω: ἀνησύχως περιμένω, Δίφιλ. Ἐμπ. 4, Πλούτ. Ἀντ. 56.

Greek Monotonic

διακᾰρᾱδοκέω: μέλ. -ήσω, περιμένω με αγωνία, καιροφυλακτώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to expect anxiously, Plut.