διαμισέω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμῑσέω Medium diacritics: διαμισέω Low diacritics: διαμισέω Capitals: ΔΙΑΜΙΣΕΩ
Transliteration A: diamiséō Transliteration B: diamiseō Transliteration C: diamiseo Beta Code: diamise/w

English (LSJ)

hate bitterly, Arist.Pol.1274a34, Ph.1.396, J.BJ4.5.4, Plu.Tim.35 (Pass.), Ant.Lib.12.2 (Pass.).

Spanish (DGE)

odiar τὸν ἔρωτα τὸν τῆς μητρός Arist.Pol.1274a34, τὸ αὐστηρὸν καὶ περίσεμνον Ph.1.396, cf. 439, τὸ φονεύειν ἀνέδην I.BI 4.334, en v. pas. νῆσος ... διαμεμισημένη ὑπὸ τῶν οἰκητόρων Plu.Tim.35, cf. I.BI 1.123, Ant.Lib.12.2.

German (Pape)

[Seite 590] von Grund aus hassen, Arist. Polit. 2, 12; Plut. Timol. 85 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

διαμισῶ :
avoir une haine profonde.
Étymologie: διά, μισέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-μισέω diep haten.

Russian (Dvoretsky)

διαμῑσέω: глубоко ненавидеть (τι Arst.; νῆσος διαμεμισημένη Plut.).

Greek Monotonic

διαμῑσέω: μέλ. -ήσω, μισώ από καρδιάς, μισώ βαθιά, σε Αριστ., Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαμῑσέω: μισῶ ἀπὸ καρδίας, πολύ, Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 8, Πλούτ. Τιμολ. 35.

Middle Liddell

fut. ήσω
to hate bitterly, Arist., Plut.