διασκαριφάομαι
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
A sketch in outline: hence, slur over, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν Isoc.7.12.
II Act., scratch the ground, of birds, Hsch.
German (Pape)
[Seite 602] dep. med., aufscharren, E. M. τοῖς ὄνυξι σκαλεύειν τὴν γῆν. Dah. = zerstören, auflösen, καὶ διελύσαμεν τὰς εὐτυχίας Isocr. 7, 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
inf. ao. διασκαριφήσασθαι;
saper ; fig. ruiner, détruire, acc..
Étymologie: διά, σκαριφάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
διασκᾰρῑφάομαι: ἀποθ., ἐν περιλήψει περιγράφω ἢ διαγράφω, «τὸ ἐπισεσυρμένως τι ποιεῖν καὶ μὴ μετὰ τῆς προσηκούσης ἐπιμελείας», Γεωργ. Παχυμ. 2. 335Α· ― παρ’ Ἰσοκρ. 142Β, τὰς εὐτυχίας… διεσκαριφησάμεθα καὶ διελύσαμεν, φαίνεται ὅτι σημαίνει παραμελῶ, περιφρονῶ, πρβλ. σκαριφάομαι.
Russian (Dvoretsky)
διασκᾰρῑφάομαι: досл. подрывать, подкапывать, перен. разрушать (τὰς εὀτυχίας Isocr.).