διαστροβέω

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαστροβέω Medium diacritics: διαστροβέω Low diacritics: διαστροβέω Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΒΕΩ
Transliteration A: diastrobéō Transliteration B: diastrobeō Transliteration C: diastroveo Beta Code: diastrobe/w

English (LSJ)

A stir up, πέλαγος Trag.Adesp.391.
2 = διασοβέω, Alciphr.3.9.

Spanish (DGE)

agitar, golpear repetidamente θύννος ... πέλαγος ὣς διαστροβεῖ Trag.Adesp.391
espantar λαγωὸν ἔν τινι θάμνῳ διαστροβήσας Alciphr.2.1.1.

German (Pape)

[Seite 604] durchwirbeln, θύννος βολαῖος πέλαγος ὡς διαστροβεῖ p. bei Plut. Luc. 1; vgl. Alciphr, 3, 9.

French (Bailly abrégé)

διαστροβῶ :
s'élancer impétueusement à travers, acc..
Étymologie: διά, στροβέω.

Greek (Liddell-Scott)

διαστροβέω: στροφοδινοῦμαι, περιδινοῦμαι διὰ μέσου, δ. πέλαγος Τραγ. παρὰ Πλουτ. Λουκ. 1.

Russian (Dvoretsky)

διαστροβέω: проноситься кружась или волновать (δ. πέλαγος Plut.).