δυσπροσόρμιστος
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
δυσπροσόρμιστον, hard to land on, having few ports, Plb.1.37.4; δ. ἀπόβασις a difficult landing, D.S.1.31.
Spanish (DGE)
-ον
de difícil acceso por mar, donde es difícil atracar, que presenta pocos fondeaderos ἡ ἔξω πλευρὰ τῆς Σικελίας Plb.1.37.4, cf. 4.56.6, Sch.Call.SHell.251.3, τὸ Αἰγύπτιον πέλαγος ... ἔχει ... τὴν ἀπόβασιν τὴν ἐπὶ τὴν χώραν δ. el mar de Egipto presenta un acceso a tierra especialmente dificultoso D.S.1.31, πόλις D.S.20.74.
German (Pape)
[Seite 688] ungünstig für das Landen; von der Küste Pol. 1, 37, 4; λιμήν Poll. 1, 103; ἀπόβασις, schwierige Landung, D. Sic. 1, 31.
Russian (Dvoretsky)
δυσπροσόρμιστος:
1 неудобный для причаливания, малодоступный (πλευρὰ τῆς Σικελίας Polyb.);
2 (о высадке), трудный (ἀπόβασις Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσορμισθῇ τις, Πολύβ. 1. 37, 4· δ. ἀπόβασις, δύσκολος ἀπόβασις, Διόδ. 1. 31.
Greek Monolingual
δυσπροσόρμιστος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει κατάλληλη πρόσβαση από τη θάλασσα.