δόρος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
German (Pape)
[Seite 658] τό, wovon der plur.) δόρη, τά, = δόρατα; Eur. Rhes. 254; Theopomp. com. bei Poll. 7, 158; σὺν δόρει las Choerob. in Ar. Pax 354 für σὺν δορί, B. A. 1364.