εικός
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
(Α εἰκός και ιων. οἰκός, το)
αυτό που φαίνεται ως αληθινό, πιθανό, εύλογο
νεοελλ.
φρ.
1. «ως εικός» — όπως φαίνεται, όπως είναι φυσικό
2. «κατά το εικός» ή «κατά τα εικότα» — κατά πάσαν πιθανότητα, κατά τα φαινόμενα
αρχ.
1. ως ουσ. πιθανότητα
2. (λογ.) πιθανή πρόταση
3. το λογικό, δίκαιο ή σωστό.