εκκοπή
From LSJ
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
Greek Monolingual
η (AM ἐκκοπή)
εκβολή, αποκοπή
αρχ.-μσν.
φρ. «ἐκκοπὴ πάθους» — κόψιμο ή εγκατάλειψη πάθους, κακής συνήθειας κ.λπ.
μσν.
σφαγή
αρχ.
1. (για δέντρο) κόψιμο από τη ρίζα
2. αποκοπή πλευρών
3. ακρωτηριασμός, κολόβωμα
4. απόξεση
5. αφαίρεση ακίδας βέλους από το σώμα με τομή
6. ισοπέδωση εδάφους
7. χάραγμα με μαχαίρι.