εμφύσηση

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

η (Α ἐμφύσησις)
1. νεοελλ. βίαιη εισαγωγή αέρα μέσα σ' ένα όργανο ή κοιλότητα
2. ιατρ. η διοχέτευση αέρα με ειδικό εργαλείο μέσα στο αφτί για διαγνωστικό ή θεραπευτικό σκοπό
3. (μετάλλου ργ.) εισαγωγή αέρα με πίεση μέσα σε καμίνι για να διευκολυνθεί η ροή τών αερίων της εστίας
αρχ.
η ενέργεια του εμφυσώ, εξόγκωση, φούσκωμα, πρήξιμο.