ενασχολώ

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐνασχολῶ, -έω)
1. ενεργ.
παρέχω ασχολία σε κάποιον, τον απασχολώ με κάτι, του δίνω δουλειά
2. μέσ. ασχολούμαι, καταγίνομαι σε κάτι.