ενδιαφέρω
From LSJ
αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point
Greek Monolingual
1. προκαλώ την προσοχή («δεν μ' ενδιαφέρει τί κάνεις»)
2. απρόσ. ενδιαφέρει
έχει σημασία, σπουδαιότητα («δεν ενδιαφέρει η ποσότητα αλλά η ποιότητα»)
3. μέσ. δείχνω ιδιαίτερη φροντίδα («δεν ενδιαφέρεται για τίποτε»)
4. μέσ. έχω συμφέρον
5. μέσ. μτφ. δείχνω ερωτική συμπάθεια
6. (η μτχ. εν. ως επίθ.) ενδιαφέρων, -ούσα, -ον
σπουδαίος, σημαντικός («ενδιαφέρουσα είδηση»)
7. φρ. (για γυναίκα) «σε ενδιαφέρουσα κατάσταση» — έγκυος.