εξαγοράζω
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
Greek Monolingual
(AM ἐξαγοράζω) αγοράζω
1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι»)
2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές της εταιρείας», «ἐξηγόραζε τὰ καιόμενα καὶ τὰ γειτνιῶντα τοῖς καιομένοις»)
3. φρ. «ἐξαγοράζω ή ἐξαγοράζομαι τὸν καιρόν» — χρησιμοποιώ με σύνεση τον καιρό, αντιμετωπίζω ψύχραιμα τις περιστάσεις
νεοελλ.
1. με την καταβολή χρηματικού ποσού απαλλάσσομαι από υποχρέωση («εξαγοράζω τη στρατιωτική μου θητεία»)
2. δωροδοκώ και εξασφαλίζω ευνοϊκή απόφαση («εξαγόρασε τους κριτές του», «τα μέλη του δικαστηρίου»)
3. αποζημιώνω
αρχ.-μσν.
αγοράζω
μσν.
πληρώνω για να μού επιστραφεί ενέχυρο.