επακολούθηση
From LSJ
πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
Greek Monolingual
η (AM ἐπακολούθησις) επακολουθώ
διαδοχή, επέλευση, ακολουθία
μσν.
φρ. «εἰς τὴν 'πικολούθηση» — κατόπιν, ύστερα από
αρχ.
1. συμφωνία
2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη
3. αποτέλεσμα, επακολούθημα
4. φρ. «κατ' ἐπακολούθησιν» — ακολούθως, επομένως (αντίθ. του προηγουμένως)
5. φρ. «γράμματα ἐπακολουθήσεως» — έγγραφα διακανονισμού χρεών.