επακολούθηση
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
Greek Monolingual
η (AM ἐπακολούθησις) επακολουθώ
διαδοχή, επέλευση, ακολουθία
μσν.
φρ. «εἰς τὴν 'πικολούθηση» — κατόπιν, ύστερα από
αρχ.
1. συμφωνία
2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη
3. αποτέλεσμα, επακολούθημα
4. φρ. «κατ' ἐπακολούθησιν» — ακολούθως, επομένως (αντίθ. του προηγουμένως)
5. φρ. «γράμματα ἐπακολουθήσεως» — έγγραφα διακανονισμού χρεών.