επαύξηση
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
η (AM ἐπαύξησις) επαυξάνω
η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.)
μσν.
γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση
αρχ.
ωφέλεια («εἰς τὰς θυσίας δέκα τάλαντα καὶ τὴν ἐπαύξησιν τῶν πολιτῶν ἄλλα δέκα», Πολ.).