επιθειάζω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

ἐπιθειάζω (Α)
1. επικαλούμαι τους θεούς ως μάρτυρες («τοσαῦτα ἐπιθειάσας καθίστη ἐς πόλεμον τὸν στρατόν», Θουκ.)
2. εξορκίζω («έπιθειαζόντων μή κατάγειν», Θουκ.)
3. εμπνέω
4. προφητεύω
5. αποδίδω κάτι σε θεία έμπνευση («ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις», Πλούτ.)
6. παρουσιάζω κάτι ως θέλημα θεού
7. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επιθεάζω, παράλλ. τ. του επιθειάζω].