επινέμω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source

Greek Monolingual

ἐπινέμω (Α)
1. διαμοιράζω
2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.)
3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.)
4. έχω το δικαίωμα νομής
5. (για κοπάδι) βόσκω
6) πλησιάζω, προσεγγίζω
7. μέσ. επινέμομαι
α) βόσκω
β) (για φωτιά ή αρρώστια) διαδίδομαι γρήγορα, εξαπλώνομαι
γ) (για πειρατική συμμορία) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου
δ) (για συνήθεια) διαδίδομαι
ε) τρώω κάτι μετά από κάτι άλλο
στ) τρώω, φθείρω, καταναλώνω
ζ) κατοικώ («ἐπινεμόμενοι μέχρι πρὸς τὸν ὠκεανὸν καθήκουσι», Λουκιαν.)
8. παθ. καταλαμβάνομαι άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νέμω «απονέμω, μοιράζω»].