επισκοπώ
From LSJ
Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
Greek Monolingual
(AM ἐπισκοπῶ, -έω) επίσκοπος
είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω
αρχ.-μσν.
ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῖ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)
αρχ.
1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.)
2. επισκέπτομαι («ὦ θάνατε, νῦν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», Σοφ.)
3. (με ενδοιαστ. πρότ.) προσέχω μήπως («ἐπισκοποῦν
τες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ», ΚΔ)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος ή γιατρός
6. σκέπτομαι, μελετώ κάτι καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).