ερέφω

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

ἐρέφω και ἐρέπτω (Α)
1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.)
2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι
3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.)
4. καλύπτω, σκέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ερέφω, εμφανίζει επίθημα -ye / -yo (πρβλ. είρω Ι) και συνδέεται με το β’ συνθετικό του αρχ. άνω γερμ. hirnireba «κρανίο, κάλυμμα εγκεφάλου» —και έμμεσα με αρχ. άνω γερμ. rippa, rippi, αρχ. αγγλ. ribb, αρχ. ισλ. rif «πλευρά»— ανάγεται δε σε ΙE rebh-io- «καλύπτω από πάνω». Η ετεροιωμένη βαθμίδα του εμφανίζεται στο παράγωγο όροφος, το οποίο απαντά σε αρκετά υστερογενή σύνθετα ως β’ συνθετικό, ενώ ο τ. ερέφω ως β’ συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -ερεφής (πιθ. < έρεφος < ερέφω) και -ηρεφής.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αρχ. αμφιρεφής, ανηρεφής, διηρεφής, επηρεφής, κατηρεφής, κισσηρεφής, νυκτηρεφής, πετρηρεφής, συγκατηρεφής, συνηρεφής, υψερεφής, υψηρεφής].