ευστοχώ

From LSJ

ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ εὐστοχῶ, -έω) εύστοχος
1. πετυχαίνω τον στόχο, χτυπώ με ακρίβεια κάτι («το όπλο του δεν ευστόχησε»)
2. πετυχαίνω τον σκοπό μου
νεοελλ.
σκέπτομαι και ενεργώ σωστά
αρχ.
1. επωφελούμαι από κάτι, εκμεταλλεύομαι («ἄνδρα δυνάμενον πάσης εὐστοχεῖν περιστάσεως», Πολ.)
2. συμπεραίνω.