εύδιος

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source

Greek Monolingual

ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) ευδία
(για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιοςεὔδιοςψυχή», Ιουστ.)
αρχ.
1. ειρηνικός, ήσυχοςεὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιον
η ιδιότητα του ευδίου («τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)
3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία
4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.
επίρρ...
εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)
με γαλήνη, ήσυχα.