εύξεινος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

-ο(ν) (Α εὔξεινος, -ον, ιων. τ. του εὔξενος, -ον)
φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος»
(κατ' ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.)
αρχ.
(και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους ξένους, φιλόξενος (για τον Εύξεινο Πόντο) (α. «ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει νᾱσον», Πίνδ.
β. «ἔβα δι' Εὔξεινον οἶδμα λίμνας», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η καταγωγή της ονομασίας δεν είναι ελληνική. Οφείλεται σε παρετυμολογία ενός ιρανικής προελεύσεως επιθέτου (πρβλ. αβεστ. axšaēna, περσ. axšaina) με σημασία «σκουρόχρωμος», το οποίο ηχητικά πλησίαζε πολύ προς το ελλ. άξεινος (< α- στερητικό + -ξείνος «ξένος, φιλοξενούμενος»). Οι γνωστές τρικυμίες αυτής της θάλασσας καθιστούσαν την ονομασία Άξεινος Πόντος («Αφιλόξενη Θάλασσα») πολύ κατάλληλη. Αντ' αυτής όμως επικράτησε τελικά λόγω ευφημισμού η αντίθετή της Εύ-ξεινος (< ευ + ξείνος «ξένος, φιλοξενούμενος») δηλ. «Φιλόξενη Θάλασσα»].