εὐμενέτης

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Εὐμενέτης Medium diacritics: εὐμενέτης Low diacritics: ευμενέτης Capitals: ΕΥΜΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: eumenétēs Transliteration B: eumenetēs Transliteration C: evmenetis Beta Code: eu)mene/ths

English (LSJ)

εὐμενέτου, ὁ, poet. for εὐμενής, well-wisher, χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. εὐμενέτειρα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1080] ὁ, der Wohlwollende, Freund, Hom. Odyss. 6, 185; Opp. H. 5, 45.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
bienveillant, ami.
Étymologie: εὐμενής.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενέτης: ου adj. Hom. = εὐμενής.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενέτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ εὐμενής, ὁ εὐμενῶς διακείμενος, χάρματα δ’ εὐμενέτῃσι χαραὶ δὲ τοῖς εὐμενῶς διακειμένοις, δηλ. τοῖς φίλοις, Ὀδ. Ζ. 185. ― θηλ. εὐμενέτειρα παρ’ Ἡσυχ.

English (Autenrieth)

= εὐμενής, Od. 6.185 (opp. δυσμενής, 184).

Greek Monolingual

εὐμενέτης, ὁ, θηλ. εὐμενέτειρα (Α)
(ποιητ. τ. του ευμενής) αυτός που διάκειται ευνοϊκά («χάρματα δ' εὐμενέτῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -έτης δηλωτική προσώπου, φορέα μιας ιδιότητας (πρβλ. επικ. ηχ-έτα «ηχηρός», οικ-έτης «υπηρέτης που ανήκει στον οίκο»)].

Greek Monotonic

εὐμενέτης: -ου, ὁ, Επικ. αντί εὐμενής, ειλικρινής φίλος, οπαδός, καλοθελητής, εὐμενέτῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

εὐμενέτης, ου, [epic for εὐμενής,]
a well-wisher, εὐμενέτῃσι (epic dat. pl.) Od.