ζοχαδιακός

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ζοχάδα
1. αυτός που υποφέρει από ζοχάδες, αιμορροΐδες, ο αιμορροϊδικός
2. ιδιότροπος, δύστροπος, νευρικός, γκρινιάρης, μίζερος.