θέρετρον

English (LSJ)

τό, (θέρος) summer-abode, dub. in Hp.Epid.1.20, cf. Gal. 17(1).197.

German (Pape)

[Seite 1200] τό, Sommerwohnung, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θέρετρον: τό, (θέρος) τόπος ἐνδιατρίβειν θέρους ἐπιτήδειος, Ἱππ. παρὰ Γαλην.