θαλύσια
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
[ῡ], τά, (θάλος)
A offerings of first-fruits, made to Artemis, Il.9.534; later to Demeter, Theoc.7.3; to Demeter and Dionysus, Men.Rh.p.391S.
2 θαλύσιος [ἄρτος] bread made from the first-fruits, Ath.3.114a.
German (Pape)
[Seite 1185] τά (θάλλω), sc. ἱερά, Erstlingsopfer von Feldfrüchten, Erndtefest, ὑπὲρ εὐθαλίας καὶ εὐκαρπίας διδόμεναι θυσίαι, VLL. Bei Hom. Il. 9, 534, οὔ τι θαλύσια γουνῷ ἀλωῆς Οἰνε ὺς ῥέξε, der Artemis darzubringen, Schol. συγκομιστήρια; später ausschließlich der Demeter geweiht, Theocr. 7, 3 τᾷ Δηοῖ γὰρ ἔτευχε θαλύσια, s. Schol.; vgl. Nonn. D. 15, 198.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλύσια: ῡ, τά, (θάλος) αἱ ἀπαρχαὶ τοῦ θερισμοῦ, προσφορὰ τῶν ἀπαρχῶν γινομένη τῇ Ἀρτέμιδι, Ἰλ. Ι. 534· ἀλλὰ βραδύτερον, ὡς φαίνεται, μόνον τῇ Δήμητρι, Θεόκρ. 7. 3, πρβλ. Spanh. Καλλ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 20. 137. 2) θαλύσιος ἄρτος, ἄρτος γινόμενος ἐκ τῶν ἀπαρχῶν τῆς συγκομιδῆς, Ἀθήν. 114Α.
English (Autenrieth)
pl. (θάλλω): offering of first fruits, harvest offering, Il. 9.534†.
Greek Monolingual
θαλύσια, τὰ (Α)
προσφορά τών πρώτων καρπών της συγκομιδής προς την Άρτεμι ή προς τη Δήμητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από το θαλύς, που συνδέεται με το θάλλω. Η μακρότητα του -ῡ- οφείλεται πιθ. σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
θᾰλύσια: [ῡ], τά (θάλος), οι προσφορές των πρώτων καρπών, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: offerings of first fruits (Ι 534, Theoc. 7, 3).
Derivatives: θαλύσιος ἄρτος bread from the first corn (Ath. 3, 114a; cf. on Θαργήλια), θαλυσιὰς ὁδός the road to the Th. (Theoc. 7, 31); Θαλυσιάδης patron. (Δ 458). - To θάλλω etc, with Solmsen Unt. 37, Glotta 1, 80 first from an adj. *θαλύς, -ύ (only in θαλέων gen. pl. and θάλεια f. [[[δαῖς]], ἑορτή]); on the formation Fraenkel Nom. ag. 2, 124, Chantraine Formation 41f.
Origin: IE [Indo-European] [234] *dʰh₂l- flourish, grow green
Etymology: S. above. On the Thalysia Nilsson Gr. Rel. 1, 468.
Middle Liddell
θᾰλύ¯σια, τά, θάλος
the firstlings of the harvest, offerings of first fruits, Il., Theocr.
Frisk Etymology German
θαλύσια: {thalú̄sia}
Grammar: n. pl.
Meaning: Ernteopfer, Erntefest bei dem Erstlinge der Früchte dargebracht wurden (Ι 534, Theok. 7, 3).
Derivative: Davon θαλύσιος ἄρτος Erstlingsbrot das aus dem frischgedroschenen Korn gebacken wurde (Ath. 3, 114a; vgl. zu Θαργήλια), θαλυσιὰς ὁδός ‘der Weg zu den Th.’ (Theok. 7, 31); Θαλυσιάδης Patron. (Δ 458). — Zu θάλλω u. Verw., u. z. zunächst mit Solmsen Unt. 37, Glotta 1, 80 nach Lobeck vom Adj. *θαλύς, -ύ (nur θαλέων Gen. pl. und θάλεια f. [δαῖς, ἑορτή belegt); zur Bildung Fraenkel Nom. ag. 2, 124, Chantraine Formation 41f.
Etymology: Über die Thalysien Nilsson Gr. Rel. 1, 468.
Page 1,651