θαμβαλέος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
α, ον,
A astonished, Nonn. D. 1.126.
II = θαυμαστός, φοβερός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1185] erstaunlich, wunderbar, θαυμαστός, φοβερός, Hesych.; erstaunt, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
θαμβᾰλέος: -α, -ον, ἐκπεπληγμένος, ἔκπληκτος, Νόνν. Δ. 1. 126· ὁ Ἡσύχ. «θαυμαστός, φοβερός».
Greek Monolingual
θαμβαλέος, -α, -ον (Α)
1. έκπληκτος
2. θαυμαστός, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάμβος + επίθημα -αλέος (πρβλ. αυχμαλέος, θαρσαλέος)].