θανατήσιος
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
English (LSJ)
θανατήσιον, = θανάσιμος, rejected by Poll.5.132 (cod.C; -ήσιμος cett.), but found in Afric.Cest.14,16,17 (Math.Vett.p.294 Thévenot); cf. θανατήσιον, οὐ θανάσιμον λέγουσιν, Phot.; θανατήριον ἀξιοῦσιν οὐ θανάσιμον λέγειν AB99 (quoting Pl.R. Bk.ii, E.Med.).
German (Pape)
[Seite 1186] dasselbe, Sp., s. das Vor.
Greek Monolingual
θανατήσιος, -ον (Α)
θανάσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα -ήσιος (πρβλ. βιοτήσιος, καμπήσιος)].