θεμισκρέων
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
οντος, ὁ, reigning by right, Pi.P.5.29.
German (Pape)
[Seite 1194] οντος, der gesetzlich, gerecht herrschende, Βαττίδαι Pind. P. 5, 29.
French (Bailly abrégé)
οντος;
adj. m.
qui gouverne avec justice.
Étymologie: θέμις, κρέων.
Russian (Dvoretsky)
θεμισκρέων: οντος adj. правящий по справедливости, управляющий на основании законности (Βαττιδᾶν δόμοι Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
θεμισκρέων: -οντος, ὁ βασιλεύων δικαίως, Βαττίδαι Πίνδ. Π. 5. 38.
English (Slater)
θεμισκρέων ruling by divine right Βαττιδᾶν θεμισκρεόντων (P. 5.29)
Greek Monolingual
θεμισκρέων, ὁ (Α)
αυτός που άρχει δίκαια, αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει με δικαιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + κρέ(ι)ων «κυρίαρχος»].
Greek Monotonic
θεμισκρέων: -οντος, ὁ, αυτός που βασιλεύει δικαιωματικά, σε Πίνδ.