θεμισκρέων

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμισκρέων Medium diacritics: θεμισκρέων Low diacritics: θεμισκρέων Capitals: ΘΕΜΙΣΚΡΕΩΝ
Transliteration A: themiskréōn Transliteration B: themiskreōn Transliteration C: themiskreon Beta Code: qemiskre/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ, reigning by right, Pi.P.5.29.

German (Pape)

[Seite 1194] οντος, der gesetzlich, gerecht herrschende, Βαττίδαι Pind. P. 5, 29.

French (Bailly abrégé)

οντος;
adj. m.
qui gouverne avec justice.
Étymologie: θέμις, κρέων.

Russian (Dvoretsky)

θεμισκρέων: οντος adj. правящий по справедливости, управляющий на основании законности (Βαττιδᾶν δόμοι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θεμισκρέων: -οντος, ὁ βασιλεύων δικαίως, Βαττίδαι Πίνδ. Π. 5. 38.

English (Slater)

θεμισκρέων ruling by divine right Βαττιδᾶν θεμισκρεόντων (P. 5.29)

Greek Monolingual

θεμισκρέων, ὁ (Α)
αυτός που άρχει δίκαια, αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει με δικαιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + κρέ(ι)ων «κυρίαρχος»].

Greek Monotonic

θεμισκρέων: -οντος, ὁ, αυτός που βασιλεύει δικαιωματικά, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θεμισ-κρέων, οντος, ὁ,
reigning by right, Pind.