κρέων
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
v. κρείων.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
c. κρείων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρέων -οντος, ὁ, f. κρέουσα -ούσης, ἡ, ep. κρείων, κρείουσα [~ κράς] heer, f. vrouwe.
German (Pape)
οντος, fem. κρέουσα (ΚΡΕ, vgl. κραίνω), der Herrscher; Αἰακός, Pind. P. 8.93; Οὐρανός, N. 3.12; Ζεύς, Aesch. Suppl. 569, l.d.
Russian (Dvoretsky)
κρέων: οντος ὁ Pind., Aesch. = κρείων.
English (Slater)
κρέων royal, king Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ (P. 8.99) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνε- φέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον i. e. to Zeus (N. 3.10) βία Φώκου κρέοντος (N. 5.12) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι (N. 7.45)
Greek Monolingual
κρέων, ὁ, θηλ. κρέουσα (Α)
βλ. κρείων.
Greek Monotonic
κρέων: -οντος, το Ομηρικό κρείων.
Greek (Liddell-Scott)
κρέων: -οντος, = τῷ Ὁμηρικῷ κρείων (ὃ ἴδε).
Middle Liddell
κρέων, οντος, = the Homeric κρείων.]