κρέων

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρέων Medium diacritics: κρέων Low diacritics: κρέων Capitals: ΚΡΕΩΝ
Transliteration A: kréōn Transliteration B: kreōn Transliteration C: kreon Beta Code: kre/wn

English (LSJ)

v. κρείων.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
c. κρείων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρέων -οντος, ὁ, f. κρέουσα -ούσης, ἡ, ep. κρείων, κρείουσα [~ κράς] heer, f. vrouwe.

German (Pape)

οντος, fem. κρέουσα (ΚΡΕ, vgl. κραίνω), der Herrscher; Αἰακός, Pind. P. 8.93; Οὐρανός, N. 3.12; Ζεύς, Aesch. Suppl. 569, l.d.

Russian (Dvoretsky)

κρέων: οντος ὁ Pind., Aesch. = κρείων.

English (Slater)

κρέων royal, king Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ (P. 8.99) ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνε- φέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον i. e. to Zeus (N. 3.10) βία Φώκου κρέοντος (N. 5.12) ἐχρῆν δέ τιν' ἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι (N. 7.45)

Greek Monolingual

κρέων, ὁ, θηλ. κρέουσα (Α)
βλ. κρείων.

Greek Monotonic

κρέων: -οντος, το Ομηρικό κρείων.

Greek (Liddell-Scott)

κρέων: -οντος, = τῷ Ὁμηρικῷ κρείων (ὃ ἴδε).

Middle Liddell

κρέων, οντος, = the Homeric κρείων.]

English (Woodhouse)

king

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)