θεοεχθρία

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοεχθρία Medium diacritics: θεοεχθρία Low diacritics: θεοεχθρία Capitals: ΘΕΟΕΧΘΡΙΑ
Transliteration A: theoechthría Transliteration B: theoechthria Transliteration C: theoechthria Beta Code: qeoexqri/a

English (LSJ)

v. θεοισεχθρία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. θεοεχθία.
Étymologie: θεός, ἐχθρός.

Greek Monolingual

θεοεχθρία, ή (Α)
1. η έχθρα κατά του θεού
2. το να είναι κάποιος μισητός σε θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + εχθρία (< εχθρός)].

Greek Monotonic

θεοεχθρία: ἡ, = θεοσεχθρία.

Middle Liddell

θεο-εχθρία, ἡ, = θεοσεχθρία.]

German (Pape)

s. θεοεχθία.