κάνιστρο Search Google

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον)
ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι
αρχ.
πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον με καταλ. δηλωτικές του οργάνου, όπως -ασ-τρον, (πιθ. κατά το ζύγ-ασ-τρον, -αυσ-τρον (πιθ. κατά το θέρμαυστρον -ισ-τρον (πρβλ. θέριστρον) και -υσ-τρον (πρβλ. έλκυστρον). Οι καταλ. αυτές απαντούν συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. σκέπ-ασ-τρον, κόμ-ισ-τρον)].

Translations