καδδραθέτην
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
v. καταδαρθάνω.
German (Pape)
[Seite 1279] = κατεδραθέτην, Od. 15, 494.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ duel ao. Pass. (avec sync. et assimil. p. κατεδραθέτην) de καταδαρθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καδδραθέτην ep. indic. aor. act. 3 dual. van καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
καδδρᾰθέτην: эп. 3 л. dual. aor. к καταδαρθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
καδδραθέτην: ἴδε τὸ ῥῆμα καταδαρθάνω.
English (Autenrieth)
see καταδαρθάνω.
Greek Monotonic
καδδρᾰθέτην: Επικ. αντί κατεδραθέτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του καταδαρθάνω.