καινόγραφος
From LSJ
English (LSJ)
καινόγραφον,
A written in a new style, σύνθεσις prob. for -γραφής in Philic. ap. Heph.9.4.
II parox., καινογράφος, ὁ, composer in a new style, prob. in Anon.Metr.Oxy.220vi3.
Greek Monolingual
καινόγραφος, -ον (Α)
πιθ. γρφ. αντί καινογραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -γραφος (< γράφω), πρβλ. άγραφος, νεόγραφος].