κακιότερος

From LSJ

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακιότερος Medium diacritics: κακιότερος Low diacritics: κακιότερος Capitals: ΚΑΚΙΟΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kakióteros Transliteration B: kakioteros Transliteration C: kakioteros Beta Code: kakio/teros

English (LSJ)

v. κακός.

German (Pape)

[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιότερος comp., zie κακός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκῑότερος: Anth. compar. к κακός.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.

Greek Monolingual

κακιότερος, -α, -ον (Α)
κακίων, πιο κακός, χειρότερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προήλθε πιθ. με συμφυρμό τών τ. κακίων και κακώτερος].