κακοφωνία
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ἡ, ill-sound, of a name, Str.13.2.4; cacophony, Demetr. Eloc.255, A.D.Conj.228.20; opp. εὐφωνία, Phld.Po.Herc.994.23: distinct from δυσφωνία, Gal.7.59.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, üble Stimme, Mißklang; ἡ τοῦ ὀνόματος κακ. Strab. XIII p. 618; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφωνία: ἡ, κακὸς ἦχος φωνῆς, ἐπὶ λέξεων κακοήχων, «Τύρταμος δ’ ἐκαλεῖτο ἔμπροσθεν ὁ Θεόφραστος, μετωνόμασε δ’ αὐτὸν ὁ Ἀριστοτέλης Θεόφραστον... φεύγων τὴν τοῦ προτέρου ὀνόματος κακοφωνίαν» Στράβ. 618· κακοηχία προερχομένη ἐκ τῆς τοποθετήσεως τῶν λέξεων ἐν τῷ λόγῳ, Δημήτρ. Φαληρ. 255 (Ρήτορ. (Walz) τ. 9. 106).
Greek Monolingual
η (AM κακοφωνία) κακόφωνος
κακή φωνή, κακή προφορά, χασμωδία, παρατονία, παραφωνία, φάλτσο, φαλτσάρισμα
αρχ.
1. (για κακόηχα ονόματα ή λέξεις) κακός ήχος φωνής, το να ηχεί κακώς, το να ακούγεται άσχημα, δυσάρεστα
2. κακοηχία που προέρχεται από τη θέση τών λέξεων στον λόγο.
Translations
cacophony
Chinese Mandarin: 不協和音/不协和音, 雜音/杂音; Danish: kakofoni; Dutch: kakofonie; Esperanto: malbelsoneco, malbonsoneco; Finnish: kakofonia; French: cacophonie; Galician: cacofonía; Georgian: კაკაფონია; German: Kakophonie, Kakofonie, Katzenmusik; Greek: κακοφωνία, τὸ κακόφωνον, τὸ δύσηχον; Gujarati: કર્કશોચ્ચાર; Hebrew: קקופוניה; Italian: cacofonia; Japanese: 不協和音; Macedonian: какофонија; Maori: pararētanga, matioke, tātākī; Norwegian Bokmål: kakofoni; Nynorsk: kakofoni; Persian: صدای گوشخراش; Polish: kakofonia; Portuguese: cacofonia; Romanian: cacofonie; Russian: какофония; Spanish: cacofonía; Swedish: kakofoni; Tagalog: dihunig; Volapük: mimusig; Welsh: amherseinedd