καλεστής
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
καλεστοῦ, ὁ, Glossaria on κλητήρ, Sch.rec.A.Th.574: κᾰλεστός, ή, όν, = κλητός, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1307] ὁ, Erkl. von κλητήρ, Schol. Aesch. Spt. 580.
Greek (Liddell-Scott)
καλεστής: -οῦ, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως κλητήρ, Σχόλ. εἰς Αἰσχυλ. Θήβ. 574· - καλεστός, ή, όν, ἀντί κλητός, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α καλεστής) καλώ
αυτός που προσκαλεί σε γιορτή
αρχ.
αυτός που προσφέρει τα φαγητά στους καλεσμένους, αμφιτρύωνας.