καλλίφθογγος

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐφθογγος Medium diacritics: καλλίφθογγος Low diacritics: καλλίφθογγος Capitals: ΚΑΛΛΙΦΘΟΓΓΟΣ
Transliteration A: kallíphthongos Transliteration B: kalliphthongos Transliteration C: kallifthoggos Beta Code: kalli/fqoggos

English (LSJ)

καλλίφθογγον, beautiful-sounding, ᾠδαί E.Ion169 (lyr.); ἱστοί Id.IT222 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1311] schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιθάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau son, qui résonne agréablement.
Étymologie: καλός, φθέγγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίφθογγος -ον [καλός, φθόγγος] mooi klinkend:. κιθάρα citer Eur. HF 350; ᾠδά gezang Eur. Ion 169; ἱστοί weefgetouwen Eur. IT 222.

Russian (Dvoretsky)

καλλίφθογγος: красиво звучащий, приятно поющий, певучий (ᾠδαί, κιθάρα, ἱστοί Eur.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)
αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)
+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύφθογγος, οξύφθογγος].

Greek Monotonic

καλλίφθογγος: -ον (φθογγός), αυτός που ηχεί όμορφα, που ακούγεται ωραία, εύηχος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφθογγος: -ον, ὡραῖα ἠχῶν, κιθάρα, ᾠδὴ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 350, Ἴων. 169· ἱστοὶ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 222.

Middle Liddell

καλλί-φθογγος, ον [φθογγός]
beautiful-sounding, Eur.