καλογνώμων
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
καλογνώμον, gen. ονος, noble-minded, Ptol.Tetr.158.
German (Pape)
[Seite 1312] ον, edelgesinnt, Procl.
Greek Monolingual
καλογνώμων, -όγνωμον (AM)
αυτός που έχει αγαθό φρόνημα, ο καλοκάγαθος, ο καλόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -γνώμων (< γνώμων < γίγνομαι), πρβλ. ιδιογνώμων, ορθογνώμων.